- καταθλίβομαι
- καταθλίβομαι βλ. πίν. 8
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ. )
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταστυγνούμαι — καταστυγνοῡμαι, όομαι (Α) [κατάστυγνος] καταστυγνάζω*, γίνομαι κατηφής, θλιμμένος, καταθλίβομαι … Dictionary of Greek
καταταλαιπωρώ — (Μ καταταλαιπωρῶ, έω) ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ, καταβασανίζω, υποβάλλω σε πολλές ή φοβερές ταλαιπωρίες μσν. (ενεργ. και παθ.) βασανίζομαι από ταλαιπωρίες, καταθλίβομαι («δεσμοῑς ἀφύκτοις καταταλαιπωρήσας», Θεοφύλ. Σ.) … Dictionary of Greek